θαλασσάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θαλασσάκι | τα | θαλασσάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | θαλασσάκι | τα | θαλασσάκια |
κλητική | θαλασσάκι | θαλασσάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θαλασσάκι < ιδιωματικό θαλασσάκι(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < θάλασσ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι με τροπή θηλυκό > ουδέτερο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θa.laˈsa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θα‐λασ‐σά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
θαλασσάκι ουδέτερο (Χρειάζεται έλεγχος: μαρτυρείται στον πληθυντικό?)
- (χαϊδευτικό) η θάλασσα, η θαλασσίτσα
- (ιδιωματικό) → χρειάζεται παράθεμα το τραγούδι Θαλασσάκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε θάλασσα
θαλασσάκι
|