ηχοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ηχοσκόπιο | τα | ηχοσκόπια |
γενική | του | ηχοσκόπιου & ηχοσκοπίου |
των | ηχοσκόπιων & ηχοσκοπίων |
αιτιατική | το | ηχοσκόπιο | τα | ηχοσκόπια |
κλητική | ηχοσκόπιο | ηχοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.xoˈsko.pi.o/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηχοσκόπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηχοσκόπιο
|