ηπατεκτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηπατεκτομή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηπατεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρείται μέρος του συκωτιού
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηπατεκτομή