Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιορεινός η ημιορεινή το ημιορεινό
      γενική του ημιορεινού της ημιορεινής του ημιορεινού
    αιτιατική τον ημιορεινό την ημιορεινή το ημιορεινό
     κλητική ημιορεινέ ημιορεινή ημιορεινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιορεινοί οι ημιορεινές τα ημιορεινά
      γενική των ημιορεινών των ημιορεινών των ημιορεινών
    αιτιατική τους ημιορεινούς τις ημιορεινές τα ημιορεινά
     κλητική ημιορεινοί ημιορεινές ημιορεινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημιορεινός < ημι- + ορεινός

  Επίθετο επεξεργασία

ημιορεινός, -ή, -ό

  • που βρίσκεται σε τέτοιο υψόμετρο, ώστε να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε πεδινός ούτε ορεινός

  Μεταφράσεις επεξεργασία