Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ημιδιατροφή οι ημιδιατροφές
      γενική της ημιδιατροφής των ημιδιατροφών
    αιτιατική την ημιδιατροφή τις ημιδιατροφές
     κλητική ημιδιατροφή ημιδιατροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημιδιατροφή < ημι- + διατροφή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ημιδιατροφή θηλυκό

  • (σε ξενοδοχεία) η παροχή πρωινού και ενός γεύματος την ημέρα χωρίς επιπλέον οικονομική επιβάρυνση για τον πελάτη, εφόσον η αξία τους είναι ήδη ενσωματωμένη στην τιμή ενοικίασης του δωματίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία