ημιαθροιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαημιαθροιστής αρσενικό
- βασικό συνδυαστικό κύκλωμα που εκτελεί την πρόσθεση δυο δυαδικών αριθμών
- ηλεκτρονικό εξάρτημα που χρησιμεύει ως ημιαθροιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία ημιαθροιστής