Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηδυντικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ηδυντικ
ός
η
ηδυντικ
ή
το
ηδυντικ
ό
γενική
του
ηδυντικ
ού
της
ηδυντικ
ής
του
ηδυντικ
ού
αιτιατική
τον
ηδυντικ
ό
την
ηδυντικ
ή
το
ηδυντικ
ό
κλητική
ηδυντικ
έ
ηδυντικ
ή
ηδυντικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ηδυντικ
οί
οι
ηδυντικ
ές
τα
ηδυντικ
ά
γενική
των
ηδυντικ
ών
των
ηδυντικ
ών
των
ηδυντικ
ών
αιτιατική
τους
ηδυντικ
ούς
τις
ηδυντικ
ές
τα
ηδυντικ
ά
κλητική
ηδυντικ
οί
ηδυντικ
ές
ηδυντικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηδυντικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ηδυντικός, -ή, -ό
που προσδίδει νόστιμη
γεύση
σε κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηδυντικός