↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηδυντικός η ηδυντική το ηδυντικό
      γενική του ηδυντικού της ηδυντικής του ηδυντικού
    αιτιατική τον ηδυντικό την ηδυντική το ηδυντικό
     κλητική ηδυντικέ ηδυντική ηδυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηδυντικοί οι ηδυντικές τα ηδυντικά
      γενική των ηδυντικών των ηδυντικών των ηδυντικών
    αιτιατική τους ηδυντικούς τις ηδυντικές τα ηδυντικά
     κλητική ηδυντικοί ηδυντικές ηδυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηδυντικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ηδυντικός, -ή, -ό

  • που προσδίδει νόστιμη γεύση σε κάτι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία