ηγουμενία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηγουμενία < μεσαιωνική ελληνική ἡγουμενία / ἡγουμενεία < αρχαία ελληνική ἡγούμενος + -ία < ἡγέομαι / ἡγοῦμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₂g-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηγουμενία θηλυκό
ηγουμενία θηλυκό