• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ηγουμενία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηγουμενία οι ηγουμενίες
      γενική της ηγουμενίας των ηγουμενιών
    αιτιατική την ηγουμενία τις ηγουμενίες
     κλητική ηγουμενία ηγουμενίες
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ηγουμενία < μεσαιωνική ελληνική ἡγουμενία / ἡγουμενεία < αρχαία ελληνική ἡγούμενος + -ία < ἡγέομαι / ἡγοῦμαι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₂g-

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ηγουμενία θηλυκό

  • (θρησκεία) η άσκηση των καθηκόντων του ηγουμένου μιας μονής και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ηγουμενία
  • αγγλικά : abbacy (en), abbotship (en), priorship (en), priorate (en)
  • ιταλικά : abbazia (it), prioria (it), priorato (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ηγουμενία&oldid=4859925"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 00:38

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 00:38.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie