ζώσιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζώσιμο | τα | ζωσίματα |
γενική | του | ζωσίματος | των | ζωσιμάτων |
αιτιατική | το | ζώσιμο | τα | ζωσίματα |
κλητική | ζώσιμο | ζωσίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζώσιμο ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του ζώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζώσιμο
|