ζωοτέχνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζωοτέχνης < ζωοτεχνία + -ης[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική zootechnicien[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζωοτέχνης αρσενικό ή θηλυκό[2]
- που ειδικεύεται στη ζωοτεχνία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζωοτέχνης
- ↑ 1,0 1,1 ζωοτέχνης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ζωοτέχνης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)