↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωνοπερατός η ζωνοπερατή το ζωνοπερατό
      γενική του ζωνοπερατού της ζωνοπερατής του ζωνοπερατού
    αιτιατική τον ζωνοπερατό τη ζωνοπερατή το ζωνοπερατό
     κλητική ζωνοπερατέ ζωνοπερατή ζωνοπερατό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωνοπερατοί οι ζωνοπερατές τα ζωνοπερατά
      γενική των ζωνοπερατών των ζωνοπερατών των ζωνοπερατών
    αιτιατική τους ζωνοπερατούς τις ζωνοπερατές τα ζωνοπερατά
     κλητική ζωνοπερατοί ζωνοπερατές ζωνοπερατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωνοπερατός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ζωνοπερατός

 
Ιδανικό ζωνοπερατό φίλτρο
  • (μαθηματικά),(ηλεκτρολογία) (Για φίλτρο) το οποίο επιτρέπει τη διέλευση μόνο μίας περιοχής συχνοτήτων,προσδιορισμένης από μία μέγιστη και μια ελάχιστη συχνότητα.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία