↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζυμολογικός η ζυμολογική το ζυμολογικό
      γενική του ζυμολογικού της ζυμολογικής του ζυμολογικού
    αιτιατική τον ζυμολογικό τη ζυμολογική το ζυμολογικό
     κλητική ζυμολογικέ ζυμολογική ζυμολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζυμολογικοί οι ζυμολογικές τα ζυμολογικά
      γενική των ζυμολογικών των ζυμολογικών των ζυμολογικών
    αιτιατική τους ζυμολογικούς τις ζυμολογικές τα ζυμολογικά
     κλητική ζυμολογικοί ζυμολογικές ζυμολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζυμολογικός < ζύμωση

  Επίθετο

επεξεργασία

ζυμολογικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • ζυμουργικός
  • ζυμικός
  • ζυμωσικός
  • ζυμωτικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία