ζυμολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζυμολογικός < ζύμωση
Επίθετο
επεξεργασίαζυμολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη ζύμωση
Συνώνυμα
επεξεργασία- ζυμουργικός
- ζυμικός
- ζυμωσικός
- ζυμωτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζυμολογικός