Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζουμπουρλούδικος η ζουμπουρλούδικη το ζουμπουρλούδικο
      γενική του ζουμπουρλούδικου της ζουμπουρλούδικης του ζουμπουρλούδικου
    αιτιατική τον ζουμπουρλούδικο τη ζουμπουρλούδικη το ζουμπουρλούδικο
     κλητική ζουμπουρλούδικε ζουμπουρλούδικη ζουμπουρλούδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζουμπουρλούδικοι οι ζουμπουρλούδικες τα ζουμπουρλούδικα
      γενική των ζουμπουρλούδικων των ζουμπουρλούδικων των ζουμπουρλούδικων
    αιτιατική τους ζουμπουρλούδικους τις ζουμπουρλούδικες τα ζουμπουρλούδικα
     κλητική ζουμπουρλούδικοι ζουμπουρλούδικες ζουμπουρλούδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζουμπουρλούδικος < άγνωστης ετυμολογίας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zum.buɾˈlu.ði.kos/

  Επίθετο επεξεργασία

ζουμπουρλούδικος

  • (λαϊκότροπο) παχουλός
    ※  καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα (από την ταινία «Καλώς ήλθε το δολάριο», 1967)

  Μεταφράσεις επεξεργασία