ζουμπουρλούδικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζουμπουρλούδικος < άγνωστης ετυμολογίας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zum.buɾˈlu.ði.kos/
Επίθετο επεξεργασία
ζουμπουρλούδικος
- (λαϊκότροπο) παχουλός
- ※ καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα (από την ταινία «Καλώς ήλθε το δολάριο», 1967)