ζαχιρές
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζαχιρές | οι | ζαχιρέδες |
γενική | του | ζαχιρέ | των | ζαχιρέδων |
αιτιατική | τον | ζαχιρέ | τους | ζαχιρέδες |
κλητική | ζαχιρέ | ζαχιρέδες | ||
όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζαχιρές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ذخيره (zahire) + -ς
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /za.çiˈɾes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐χι‐ρές
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζαχιρές αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ζαχιρές
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- @books.google, λήμμα «εἰσοδιά» - Σκαρλάτος Βυζάντιος, Λεξικόν της καθ' ημάς ελληνικής διαλέκτου, Εν Αθήναις, 1835