ζαϊρές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζαϊρές | οι | ζαϊρέδες |
γενική | του | ζαϊρέ | των | ζαϊρέδων |
αιτιατική | τον | ζαϊρέ | τους | ζαϊρέδες |
κλητική | ζαϊρέ | ζαϊρέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζαϊρές < ζαχιρές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ذخيره (zahire)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαϊρές αρσενικό και ζαχιρές, ζαερές (συνήθως στον πληθυντικό: ζαϊρέδες)
- άλλη προφορά του ζαχιρές
- ※ Ποιοι κόβαν τους ζαϊρέδες εις τα στενά των Θερμοπύλων και Πέτρα κι’ αλλού και τους αφάνιζε η πείνα και χάθηκαν; (Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, κεφάλαιο Γ4)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζαϊρές
|