Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαράρι τα ζαράρια
      γενική του ζαραριού των ζαραριών
    αιτιατική το ζαράρι τα ζαράρια
     κλητική ζαράρι ζαράρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαράρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zarar (ζημιά)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζαράρι ουδέτερο

  • (κρητικά) ζημιά, βλάβη
    ※  Να φουμάρουνε οι μάγκες
    βρε που σκαρώνουν ματσαράγκες,
    όλοι να μαστουρωθούμε
    και τον πόνο μας να πούμε.
    Να τιμάρουμε τα ζάρια
    να τους πάρουμε ζαράρια.
    Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Οι μάγκες, (1931) Αντώνης Διαμαντίδης (Νταλγκάς), στίχοι και σύνθεση: Μοντανάρης Ιάκωβος, album: 78 στροφές.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία