ζαράρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζαράρι | τα | ζαράρια |
γενική | του | ζαραριού | των | ζαραριών |
αιτιατική | το | ζαράρι | τα | ζαράρια |
κλητική | ζαράρι | ζαράρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζαράρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zarar (ζημιά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαράρι ουδέτερο
- (κρητικά) ζημιά, βλάβη
- ※ Να φουμάρουνε οι μάγκες
βρε που σκαρώνουν ματσαράγκες,
όλοι να μαστουρωθούμε
και τον πόνο μας να πούμε.
Να τιμάρουμε τα ζάρια
να τους πάρουμε ζαράρια.- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Οι μάγκες, (1931) Αντώνης Διαμαντίδης (Νταλγκάς), στίχοι και σύνθεση: Μοντανάρης Ιάκωβος, album: 78 στροφές.
- ※ Να φουμάρουνε οι μάγκες
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζαράρι
|
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'ζαράρι'.