Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζάρφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zarf + < αραβική ظرف (ẓarf)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζάρφι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία