ζάρφι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζάρφι | τα | ζάρφια |
γενική | του | ζαρφιού | των | ζαρφιών |
αιτιατική | το | ζάρφι | τα | ζάρφια |
κλητική | ζάρφι | ζάρφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζάρφι ουδέτερο
- το πιατάκι του φλιτζανιού
- ※ […] εκενώσαμεν τους σάκκους και εχύθησαν επί του εδάφους κοχλιάρια μικρά και μεγάλα, και δίσκοι, και ζάρφια, και σκεύη ποικίλα χρυσά και αργυρά […] (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας, 1879)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζάρφι
|