ζάλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζάλο | τα | ζάλα |
γενική | του | ζάλου | των | ζάλων |
αιτιατική | το | ζάλο | τα | ζάλα |
κλητική | ζάλο | ζάλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζάλο < αρχαία ελληνική σάλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζάλο ουδέτερο
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζάλο
|