εὔχρους
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
εὐχροο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | εὔχροος > εὔχρους | τὸ | εὔχροον > εὔχρουν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | εὐχρόου > εὔχρου | τοῦ | εὐχρόου > εὔχρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | εὐχρόῳ > εὔχρῳ | τῷ | εὐχρόῳ > εὔχρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | εὔχροον > εὔχρουν | τὸ | εὔχροον > εὔχρουν | ||
κλητική ὦ! | εὔχροε > εὔχρους | εὔχροον > εὔχρουν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | εὔχροοι > εὖχροι | τὰ | εὔχροᾰ > εὔχροᾰ | ||
γενική | τῶν | εὐχρόων > εὔχρων | τῶν | εὐχρόων > εὔχρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐχρόοις > εὔχροις | τοῖς | εὐχρόοις > εὔχροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐχρόους > εὔχρους | τὰ | εὔχροᾰ > εὔχροᾰ | ||
κλητική ὦ! | εὔχροοι > εὔχροι | εὔχροᾰ > εὔχροᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐχρόω > εὔχρω | τὼ | εὐχρόω > εὔχρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐχρόοιν > εὔχροιν | τοῖν | εὐχρόοιν > εὔχροιν | ||
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεὔχρους, -ους, -ουν