εὔχροος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
εὐχροο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | εὔχροος > εὔχρους | τὸ | εὔχροον > εὔχρουν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | εὐχρόου > εὔχρου | τοῦ | εὐχρόου > εὔχρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | εὐχρόῳ > εὔχρῳ | τῷ | εὐχρόῳ > εὔχρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | εὔχροον > εὔχρουν | τὸ | εὔχροον > εὔχρουν | ||
κλητική ὦ! | εὔχροε > εὔχρους | εὔχροον > εὔχρουν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | εὔχροοι > εὖχροι | τὰ | εὔχροᾰ > εὔχροᾰ | ||
γενική | τῶν | εὐχρόων > εὔχρων | τῶν | εὐχρόων > εὔχρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐχρόοις > εὔχροις | τοῖς | εὐχρόοις > εὔχροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐχρόους > εὔχρους | τὰ | εὔχροᾰ > εὔχροᾰ | ||
κλητική ὦ! | εὔχροοι > εὔχροι | εὔχροᾰ > εὔχροᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐχρόω > εὔχρω | τὼ | εὐχρόω > εὔχρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐχρόοιν > εὔχροιν | τοῖν | εὐχρόοιν > εὔχροιν | ||
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνοος' όπως «εὔνοος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
εὔχροος, -ος, -ον, συγκριτικός : εὐχροώτερος/εὐχρούστερος, υπερθετικός : εὐχρούστατος
- που έχει ωραίο χρώμα
- που έχει ζωηρότητα στην εμφάνιση
- (ελληνιστική σημασία , μουσική) με καλό μουσικό χρωματισμό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ιωνικός τύπος : εὔχροιος
- συνηρημένο: εὔχρους
Πηγές
επεξεργασία
- «εὔχρους-οος-ουν-οον» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- εὔχροος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.