Δείτε επίσης: Εὔμητις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
εὐμητῐδ-
ονομαστική / εὔμητῐς τὸ εὔμητῐ
      γενική τοῦ/τῆς εὐμήτῐδος τοῦ εὐμήτῐδος
      δοτική τῷ/τῇ εὐμήτῐδ τῷ εὐμήτῐδ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὔμητιν τὸ εὔμητῐ
     κλητική ! εὔμητῐς 
ή εὔμητῐ*
εὔμητῐ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐμήτῐδες τὰ εὐμήτῐδ
      γενική τῶν εὐμητῐ́δων τῶν εὐμητῐ́δων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὔμητῐσῐ(ν) τοῖς εὔμητῐσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐμήτῐδᾰς τὰ εὐμήτῐδ
     κλητική ! εὐμήτῐδες εὐμήτιδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐμήτῐδε τὼ εὐμήτῐδε
      γεν-δοτ τοῖν εὐμητῐ́δοιν τοῖν εὐμητῐ́δοιν
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, §292, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'εὔελπις' όπως «εὔελπις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὔμητις < (εὖ) εὔ- + μῆτις

  Επίθετο επεξεργασία

εὔμητις, -ις, -ι (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία