εὐχρηστία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εὐχρηστίᾱ | αἱ | εὐχρηστίαι |
γενική | τῆς | εὐχρηστίᾱς | τῶν | εὐχρηστιῶν |
δοτική | τῇ | εὐχρηστίᾳ | ταῖς | εὐχρηστίαις |
αιτιατική | τὴν | εὐχρηστίᾱν | τὰς | εὐχρηστίᾱς |
κλητική ὦ! | εὐχρηστίᾱ | εὐχρηστίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐχρηστίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐχρηστίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεὐχρηστία θηλυκό