Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐρώς οἱ εὐρῶτες
      γενική τοῦ εὐρῶτος τῶν εὐρώτων
      δοτική τῷ εὐρῶτ τοῖς εὐρῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν εὐρῶτ τοὺς εὐρῶτᾰς
     κλητική ! εὐρώς εὐρῶτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐρῶτε
γεν-δοτ τοῖν  εὐρώτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἱδρώς' όπως «ἱδρώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐρώς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὐρώς αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) ευρώς, μούχλα
  2. (μεταφορικά) σήψη, διαφθορά

  Πηγές επεξεργασία