εὐρώς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | εὐρώς | οἱ | εὐρῶτες |
γενική | τοῦ | εὐρῶτος | τῶν | εὐρώτων |
δοτική | τῷ | εὐρῶτῐ | τοῖς | εὐρῶσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | εὐρῶτᾰ | τοὺς | εὐρῶτᾰς |
κλητική ὦ! | εὐρώς | εὐρῶτες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐρῶτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐρώτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἱδρώς' όπως «ἱδρώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εὐρώς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εὐρώς αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- εὐρώς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐρώς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.