↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐπατρίδης οἱ εὐπατρίδαι
      γενική τοῦ εὐπατρίδου τῶν εὐπατριδῶν
      δοτική τῷ εὐπατρίδ τοῖς εὐπατρίδαις
    αιτιατική τὸν εὐπατρίδην τοὺς εὐπατρίδᾱς
     κλητική ! εὐπατρίδη εὐπατρίδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐπατρίδ
γεν-δοτ τοῖν  εὐπατρίδαιν
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐπατρίδης < εὐ- + (πατήρ) θέμα πατρ- + -ίδης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εὐπατρίδης αρσενικό

  1. (για άτομα) που προέρχονται από ευγενή, πλούσια οικογένεια
  2. (στον πληθυντικό) η αριστοκρατική τάξη της Αθήνας
  3. (ελληνιστική σημασία , στη Ρώμη) πατρίκιος
    για το λατινικό patricius