Δείτε επίσης: ειρηνοποιός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εἰρηνοποιός οἱ εἰρηνοποιοί
      γενική τοῦ εἰρηνοποιοῦ τῶν εἰρηνοποιῶν
      δοτική τῷ εἰρηνοποι τοῖς εἰρηνοποιοῖς
    αιτιατική τὸν εἰρηνοποιόν τοὺς εἰρηνοποιούς
     κλητική ! εἰρηνοποιέ εἰρηνοποιοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἰρηνοποιώ
γεν-δοτ τοῖν  εἰρηνοποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εἰρηνοποιός < εἰρήν()η + -ο- + -ποιός (< ποιέω / ποιῶ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εἰρηνοποιός αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία