εἰρηνοποιός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | εἰρηνοποιός | οἱ | εἰρηνοποιοί |
γενική | τοῦ | εἰρηνοποιοῦ | τῶν | εἰρηνοποιῶν |
δοτική | τῷ | εἰρηνοποιῷ | τοῖς | εἰρηνοποιοῖς |
αιτιατική | τὸν | εἰρηνοποιόν | τοὺς | εἰρηνοποιούς |
κλητική ὦ! | εἰρηνοποιέ | εἰρηνοποιοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰρηνοποιώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰρηνοποιοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεἰρηνοποιός αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- εἰρηνοποιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἰρηνοποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.