• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εἰδωλοποιός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὁ εἰδωλοποιός οἱ εἰδωλοποιοί
      γενική τοῦ εἰδωλοποιοῦ τῶν εἰδωλοποιῶν
      δοτική τῷ εἰδωλοποιῷ τοῖς εἰδωλοποιοῖς
    αιτιατική τὸν εἰδωλοποιόν τοὺς εἰδωλοποιούς
     κλητική ὦ! εἰδωλοποιέ εἰδωλοποιοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἰδωλοποιώ
γεν-δοτ τοῖν  εἰδωλοποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εἰδωλοποιός < εἴδωλ(ον) + -ο- + -ποιός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εἰδωλοποιός αρσενικό

  • (επάγγελμα) ο κατασκευαστής ειδώλων

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • εἰδωλοποιία
  • εἰδωλοποιικός
  • εἰδωλοποιική
  • εἰδωλουργικός
  • εἰδωλοποιέω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εἰδωλοποιός&oldid=5548168"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Μαρτίου 2022, στις 21:55
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Μαρτίου 2022, στις 21:55.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie