εἰδωλοποιός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | εἰδωλοποιός | οἱ | εἰδωλοποιοί |
γενική | τοῦ | εἰδωλοποιοῦ | τῶν | εἰδωλοποιῶν |
δοτική | τῷ | εἰδωλοποιῷ | τοῖς | εἰδωλοποιοῖς |
αιτιατική | τὸν | εἰδωλοποιόν | τοὺς | εἰδωλοποιούς |
κλητική ὦ! | εἰδωλοποιέ | εἰδωλοποιοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰδωλοποιώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰδωλοποιοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεἰδωλοποιός αρσενικό