εἰδωλοποιέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εἰδωλοποιέω < εἰδωλο(ποιός) + -ποιέω
Ρήμα επεξεργασία
εἰδωλοποιέω ουδέτερο
Σημειώσεις επεξεργασία
- κυρίως στη μετοχή εἰδωλοποιῶν
επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις εἴδωλον και ποιέω
Πηγές επεξεργασία
- εἰδωλοποιέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἰδωλοποιέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.