εἰδωλοποιέω
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εἰδωλοποιέω < εἰδωλο(ποιός) + -ποιέω
ΡήμαΕπεξεργασία
εἰδωλοποιέω ουδέτερο
- κατασκευάζω είδωλα, εικόνες, αναπαριστώ ιδέα
- ※ εἴδωλα εἰδωλοποιοῦντα, τοῦ δὲ ἀληθοῦς πόρρω πάνυ ἀφεστῶτα. (Πλάτων, Πολιτεία, Βιβλίο Ι' , 605c)
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- κυρίως στη μετοχή εἰδωλοποιῶν
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις εἴδωλον και ποιέω
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «εἰδωλοποιέω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «εἰδωλοποιέω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.