Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εἰδωλουργικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
εἰδωλουργικ
ός
ἡ
εἰδωλουργικ
ή
τὸ
εἰδωλουργικ
όν
γενική
τοῦ
εἰδωλουργικ
οῦ
τῆς
εἰδωλουργικ
ῆς
τοῦ
εἰδωλουργικ
οῦ
δοτική
τῷ
εἰδωλουργικ
ῷ
τῇ
εἰδωλουργικ
ῇ
τῷ
εἰδωλουργικ
ῷ
αιτιατική
τὸν
εἰδωλουργικ
όν
τὴν
εἰδωλουργικ
ήν
τὸ
εἰδωλουργικ
όν
κλητική
ὦ
!
εἰδωλουργικ
έ
εἰδωλουργικ
ή
εἰδωλουργικ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
εἰδωλουργικ
οί
αἱ
εἰδωλουργικ
αί
τὰ
εἰδωλουργικ
ᾰ́
γενική
τῶν
εἰδωλουργικ
ῶν
τῶν
εἰδωλουργικ
ῶν
τῶν
εἰδωλουργικ
ῶν
δοτική
τοῖς
εἰδωλουργικ
οῖς
ταῖς
εἰδωλουργικ
αῖς
τοῖς
εἰδωλουργικ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
εἰδωλουργικ
ούς
τὰς
εἰδωλουργικ
ᾱ́ς
τὰ
εἰδωλουργικ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
εἰδωλουργικ
οί
εἰδωλουργικ
αί
εἰδωλουργικ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
εἰδωλουργικ
ώ
τὼ
εἰδωλουργικ
ᾱ́
τὼ
εἰδωλουργικ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
εἰδωλουργικ
οῖν
τοῖν
εἰδωλουργικ
αῖν
τοῖν
εἰδωλουργικ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εἰδωλουργικός
<
εἴδωλον
+
ἔργω
Επίθετο
επεξεργασία
εἰδωλουργικός
, ή, όν
ειδωλοποιικός