ευρωποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευρωποίηση | οι | ευρωποιήσεις |
γενική | της | ευρωποίησης* | των | ευρωποιήσεων |
αιτιατική | την | ευρωποίηση | τις | ευρωποιήσεις |
κλητική | ευρωποίηση | ευρωποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ευρωποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευρωποίηση θηλυκό
- η προσαρμογή ή η εναρμόνιση των νόμων και θεσμών ενός κράτους με ό,τι επικρατεί ή συνηθίζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση
- (οικονομία) η μετατροπή ενός χρηματικού ποσού σε ευρώ
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευρωποίηση
|