Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευρωποίηση οι ευρωποιήσεις
      γενική της ευρωποίησης* των ευρωποιήσεων
    αιτιατική την ευρωποίηση τις ευρωποιήσεις
     κλητική ευρωποίηση ευρωποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ευρωποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ευρωποίηση < Ευρώπη + -ποίηση
  2. ευρωποίηση < ευρώ + -ποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευρωποίηση θηλυκό

  1. η προσαρμογή ή η εναρμόνιση των νόμων και θεσμών ενός κράτους με ό,τι επικρατεί ή συνηθίζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση
  2. (οικονομία) η μετατροπή ενός χρηματικού ποσού σε ευρώ

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία