ευθυδικία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ευθυδικία < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ευθυδικία θηλυκό
- η δίκαιη, ορθή απόφαση
- (νομικός όρος) η επιείκεια, η συγκαταβατικότητα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ευθυδικία