↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευγευσία οι ευγευσίες
      γενική της ευγευσίας των ευγευσιών
    αιτιατική την ευγευσία τις ευγευσίες
     κλητική ευγευσία ευγευσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el

επεξεργασία

η ευγευσία (el) θηλυκό < ευ- + -γευσία ( < γεύση + -ία )

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

η ευγευσία (el) θηλυκό

  1. η νοστιμιά
  2. η αναλυτική ικανότητα γεύσης


Συνώνυμα

επεξεργασία

λαϊκότροπα

επεξεργασία

επιφωνήματα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία