εσωνάρθηκας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.soˈnaɾ.θi.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σω‐νάρ‐θη‐κας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεσωνάρθηκας αρσενικό
- (αρχαιολογία) νάρθηκας που βρίσκεται σε εσωτερικό χώρο, τμήμα ενός χριστιανικού ναού ανάμεσα στον κυρίως ναό και τον εξωνάρθηκα
- ※ Με τις πρόσφατες εργασίες στον εσωνάρθηκα αποκαλύφθηκαν οι τριπλές σειρές των πλίνθων της αρχικής μεικτής τοιχοποιίας οι οποίες είναι διαμπερείς, δημιουργώντας ενισχυτικές ζώνες που περιβάλλουν το κτήριο.
- Αθηνά Χριστοφίδου, Άννα Παπανικολάου, Συμβολή στην οικοδομική ιστορία του καθολικού της Νέας Μονής Χίου. Νεότερα στοιχεία. Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, περίοδος Δ΄, τόμος ΚΗ΄ (2007), σελ. 41-54.
- ※ Στον ναό της Αγίας Σοφίας, τα παραπετάσματα που καλύπτουν τις ψηφιδωτές παραστάσεις, καθώς και η κάλυψη του παλαιού μαρμάρινου δαπέδου με χαλιά προσευχής θα επηρεάσουν την κατάσταση διατήρησής τους (δεν προηγήθηκε μελέτη για τα μέτρα ελέγχου της σχετικής υγρασίας). Εχουν τοποθετηθεί μακριές σειρές από ράφια για υποδήματα στον εσωνάρθηκα και υφασμάτινα καλύμματα στα νότια υπερώα για την απομόνωση του κεντρικού κλίτους, λόγω της παρουσίας των ψηφιδωτών.
- Ελένη Μεθοδίου, Αγία Σοφία, το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, Η Καθημερινή, 20 Αυγούστου 2021
- ※ Με τις πρόσφατες εργασίες στον εσωνάρθηκα αποκαλύφθηκαν οι τριπλές σειρές των πλίνθων της αρχικής μεικτής τοιχοποιίας οι οποίες είναι διαμπερείς, δημιουργώντας ενισχυτικές ζώνες που περιβάλλουν το κτήριο.
Μεταφράσεις
επεξεργασία εσωνάρθηκας
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εσωνάρθηκας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας