ερωτομανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερωτομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική érotomanie < αρχαία ελληνική ἔρως, ερωτο- + -μανία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαερωτομανία θηλυκό
- (ψυχιατρική) ψυχωτική κατάσταση κατά την οποία ο πάσχων έχει τη μόνιμη ψευδαίσθηση ότι αγαπιέται από ένα άλλο πρόσωπο
Ταυτόσημο
επεξεργασία- σύνδρομο Clérambault, από το Γάλλο ψυχίατρο Gaëtan Gatian de Clérambault (1872–1934)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερωτομανία
|