Δείτε επίσης: ερμητικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερμαϊκός η ερμαϊκή το ερμαϊκό
      γενική του ερμαϊκού της ερμαϊκής του ερμαϊκού
    αιτιατική τον ερμαϊκό την ερμαϊκή το ερμαϊκό
     κλητική ερμαϊκέ ερμαϊκή ερμαϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερμαϊκοί οι ερμαϊκές τα ερμαϊκά
      γενική των ερμαϊκών των ερμαϊκών των ερμαϊκών
    αιτιατική τους ερμαϊκούς τις ερμαϊκές τα ερμαϊκά
     κλητική ερμαϊκοί ερμαϊκές ερμαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερμαϊκός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ερμαϊκός

  1. που σχετίζεται με τον θεό Ερμή
  2. που σχετίζεται με έρμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία