Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εργομετρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εργομετρικ
ός
η
εργομετρικ
ή
το
εργομετρικ
ό
γενική
του
εργομετρικ
ού
της
εργομετρικ
ής
του
εργομετρικ
ού
αιτιατική
τον
εργομετρικ
ό
την
εργομετρικ
ή
το
εργομετρικ
ό
κλητική
εργομετρικ
έ
εργομετρικ
ή
εργομετρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εργομετρικ
οί
οι
εργομετρικ
ές
τα
εργομετρικ
ά
γενική
των
εργομετρικ
ών
των
εργομετρικ
ών
των
εργομετρικ
ών
αιτιατική
τους
εργομετρικ
ούς
τις
εργομετρικ
ές
τα
εργομετρικ
ά
κλητική
εργομετρικ
οί
εργομετρικ
ές
εργομετρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εργομετρικός
<
εργόμετρο
Επίθετο
επεξεργασία
εργομετρικός, -ή, -ό
σχετικός με την
εργομετρία
ή το
εργόμετρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εργομετρικός
γαλλικά
:
ergométrique
(fr)