↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εργατοτεχνίτης οι εργατοτεχνίτες
      γενική του εργατοτεχνίτη των εργατοτεχνιτών
    αιτιατική τον εργατοτεχνίτη τους εργατοτεχνίτες
     κλητική εργατοτεχνίτη εργατοτεχνίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εργατοτεχνίτης < εργάτης + -ο- + τεχνίτης[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eɾ.ɣa.to.teˈxni.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερ‐γα‐το‐τε‐χνί‐της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εργατοτεχνίτης αρσενικό

  1. (επάγγελμα) εργάτης με ειδίκευση σε κάποιο αντικείμενο
  2. ( στον πληθυντικό) εργατοτεχνίτες: εργάτες και τεχνίτες μαζί ως σύνολο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία