εργατολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεργατολόγος αρσενικό θηλυκό
- (νομικός όρος, επάγγελμα) ο νομικός που ειδικεύεται στο εργατικό δίκαιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εργατολόγος
|
εργατολόγος αρσενικό θηλυκό
|