επιμόλυνση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επιμόλυνση θηλυκό
- (ιατρική) η μόλυνση (πληγής, τροφίμων κλπ) με παθογόνους μικροοργανισμούς από το γειτονικό περιβάλλον
- ※ καθαρίζουμε προσεκτικά την πληγή και το δέρμα τριγύρω της για να αποφύγουμε την επιμόλυνση
- ※ δεν αφήνουμε στο ψυγείο χαλασμένα τρόφιμα, για να αποφύγουμε την επιμόλυνση των υπόλοιπων τροφών
- (ιατρική) η μόλυνση μιας ουσίας με βλαβερά συστατικά που προέρχονται από το περιβάλλον
- ※ η επιμόλυνση του μητρικού γάλακτος με τοξικές ουσίες που μοιάζουν με τα οιστρογόνα
- (γενετική) η εισαγωγή ξένου DNA σε ένα ευκαρυωτικό κύτταρο, όπως συμβαίνει πχ όταν γειτνιάζουν καλλιέργειες συμβατικών φυτών με καλλιέργειες γενετικά τροποιημένων
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επιμόλυνση