επιμολύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιμολύνω < ελληνιστική κοινή ἐπιμολύνω
Ρήμα
επεξεργασίαεπιμολύνω (παθητική φωνή: επιμολύνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιμολύνω
|
Δείτε επίσης : ἐπιμολύνω |
επιμολύνω (παθητική φωνή: επιμολύνομαι)
|