επιμετρητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιμετρητής < επιμετρώ + -τής < αρχαία ελληνική ἐπιμετρέω / ἐπιμετρῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιμετρητής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που πραγματοποιεί επιμέτρηση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιμετρητής