επιδειχτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδειχτικός < μετατροπή από «κ» σε «χ» του επιδεικτικός
Επίθετο επεξεργασία
επιδειχτικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδειχτικός
→ δείτε τη λέξη επιδεικτικός |