επανακαθορισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επανακαθορισμός < επανακαθορίζω + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπανακαθορισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επανακαθορίζω, η επανάληψη του καθορισμού από την αρχή
- Επανακαθορισμός των ορίων αιγιαλού - παραλίας στη θέση... (από ΦΕΚ)
Μεταφράσεις
επεξεργασία επανακαθορισμός
|