επαναεριοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαναεριοποίηση | οι | επαναεριοποιήσεις |
γενική | της | επαναεριοποίησης* | των | επαναεριοποιήσεων |
αιτιατική | την | επαναεριοποίηση | τις | επαναεριοποιήσεις |
κλητική | επαναεριοποίηση | επαναεριοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναεριοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επαναεριοποίηση < επαν- + αεριοποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική regasification)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπαναεριοποίηση θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επαναεριοποίηση