επίχειρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | επίχειρα | ||
γενική | των | επίχειρων & επιχείρων | ||
αιτιατική | τα | επίχειρα | ||
κλητική | επίχειρα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επίχειρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίχειρα < ἐπί + χείρ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈpi.çi.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐χει‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπίχειρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (ελλειπτικό ουσιαστικό)
- (λόγιο) το αποτέλεσμα των ενεργειών κάποιου, η πληρωμή, ή τιμωρία για κάτι κακό που έκανε
- ⮡ έλαβε τα επίχειρα της κακίας του
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίχειρα
|