Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξωφρενισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εξωφρενισμ
ός
οι
εξωφρενισμ
οί
γενική
του
εξωφρενισμ
ού
των
εξωφρενισμ
ών
αιτιατική
τον
εξωφρενισμ
ό
τους
εξωφρενισμ
ούς
κλητική
εξωφρενισμ
έ
εξωφρενισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξωφρενισμός
<
εξωφρενικός
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εξωφρενισμός
αρσενικό
το να είναι ή να εμφανίζεται κάτι (
καταστάσεις
,
κουβέντες
κ.λπ.
)
εξωφρενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία
παραλογισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξωφρενισμός
αγγλικά
:
absurdity
(en)