Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξτρεμαδουρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξτρεμαδουρικ
ός
η
εξτρεμαδουρικ
ή
το
εξτρεμαδουρικ
ό
γενική
του
εξτρεμαδουρικ
ού
της
εξτρεμαδουρικ
ής
του
εξτρεμαδουρικ
ού
αιτιατική
τον
εξτρεμαδουρικ
ό
την
εξτρεμαδουρικ
ή
το
εξτρεμαδουρικ
ό
κλητική
εξτρεμαδουρικ
έ
εξτρεμαδουρικ
ή
εξτρεμαδουρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξτρεμαδουρικ
οί
οι
εξτρεμαδουρικ
ές
τα
εξτρεμαδουρικ
ά
γενική
των
εξτρεμαδουρικ
ών
των
εξτρεμαδουρικ
ών
των
εξτρεμαδουρικ
ών
αιτιατική
τους
εξτρεμαδουρικ
ούς
τις
εξτρεμαδουρικ
ές
τα
εξτρεμαδουρικ
ά
κλητική
εξτρεμαδουρικ
οί
εξτρεμαδουρικ
ές
εξτρεμαδουρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξτρεμαδουρικός
<
Εξτρεμαδούρα
Επίθετο
επεξεργασία
εξτρεμαδουρικός, -ή, -ό
σχετικός με την
Εξτρεμαδούρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξτρεμαδουρικός