Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξιδανικευτικός η εξιδανικευτική το εξιδανικευτικό
      γενική του εξιδανικευτικού της εξιδανικευτικής του εξιδανικευτικού
    αιτιατική τον εξιδανικευτικό την εξιδανικευτική το εξιδανικευτικό
     κλητική εξιδανικευτικέ εξιδανικευτική εξιδανικευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξιδανικευτικοί οι εξιδανικευτικές τα εξιδανικευτικά
      γενική των εξιδανικευτικών των εξιδανικευτικών των εξιδανικευτικών
    αιτιατική τους εξιδανικευτικούς τις εξιδανικευτικές τα εξιδανικευτικά
     κλητική εξιδανικευτικοί εξιδανικευτικές εξιδανικευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξιδανικευτικός < εξιδανικεύ(ω) + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

εξιδανικευτικός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία