Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξημερώσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξημερώσιμ
ος
η
εξημερώσιμ
η
το
εξημερώσιμ
ο
γενική
του
εξημερώσιμ
ου
της
εξημερώσιμ
ης
του
εξημερώσιμ
ου
αιτιατική
τον
εξημερώσιμ
ο
την
εξημερώσιμ
η
το
εξημερώσιμ
ο
κλητική
εξημερώσιμ
ε
εξημερώσιμ
η
εξημερώσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξημερώσιμ
οι
οι
εξημερώσιμ
ες
τα
εξημερώσιμ
α
γενική
των
εξημερώσιμ
ων
των
εξημερώσιμ
ων
των
εξημερώσιμ
ων
αιτιατική
τους
εξημερώσιμ
ους
τις
εξημερώσιμ
ες
τα
εξημερώσιμ
α
κλητική
εξημερώσιμ
οι
εξημερώσιμ
ες
εξημερώσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξημερώσιμος
<
εξημερώνω
Επίθετο
επεξεργασία
εξημερώσιμος, -η, -ο
που μπορεί να
εξημερωθεί
Συγγενικά
επεξεργασία
εξημερώνω
εξημέρωση
εξημερωτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξημερώσιμος