Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξημερώσιμος η εξημερώσιμη το εξημερώσιμο
      γενική του εξημερώσιμου της εξημερώσιμης του εξημερώσιμου
    αιτιατική τον εξημερώσιμο την εξημερώσιμη το εξημερώσιμο
     κλητική εξημερώσιμε εξημερώσιμη εξημερώσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξημερώσιμοι οι εξημερώσιμες τα εξημερώσιμα
      γενική των εξημερώσιμων των εξημερώσιμων των εξημερώσιμων
    αιτιατική τους εξημερώσιμους τις εξημερώσιμες τα εξημερώσιμα
     κλητική εξημερώσιμοι εξημερώσιμες εξημερώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξημερώσιμος < εξημερώνω

  Επίθετο επεξεργασία

εξημερώσιμος, -η, -ο


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία