εξημερώσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξημερώσιμος < εξημερώνω
Επίθετο επεξεργασία
εξημερώσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να εξημερωθεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξημερώσιμος
|
εξημερώσιμος, -η, -ο
|