Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξηκοστό τέταρτο τα εξηκοστά τέταρτα
      γενική του εξηκοστού τέταρτου & εξηκοστού τετάρτου των εξηκοστών τέταρτων & εξηκοστών τετάρτων
    αιτιατική το εξηκοστό τέταρτο τα εξηκοστά τέταρτα
     κλητική εξηκοστό τέταρτο εξηκοστά τέταρτα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξηκοστό τέταρτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εξηκοστός τέταρτος → δείτε τη λέξη  εξηκοστός, τέταρτος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

εξηκοστό τέταρτο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία