εξατάχυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξατάχυτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαεξατάχυτος, -η, -ο
- (τεχνολογία, νεολογισμός) που διαθέτει ή λειτουργεί με έξι ταχύτητες
- ⮡ Η εταιρεία λάνσαρε στην αγορά ένα νέο μοντέλο αυτοκινήτου με εξατάχυτο αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων.
Συγγενικά
επεξεργασία- τετρατάχυτος
- → και δείτε τις λέξεις έξι, ταχύτητα και ταχύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξατάχυτος
|